ὄρσ

ὄρσ
ὄρσ, ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσᾶς, ὄρσασκε: see ὄρνῦμι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὄρσ' — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg (epic) ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf act (epic) ὄρσα , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 1st sg (epic) ὄρσε , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορσίτης — ὀρσίτης, ὁ (Α) είδος χορού στην Κρήτη, αλλ. ἐπικρήδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού ὄρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + επίθημα ίτης (πρβλ. εγκρατ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ορσότης — ὀρσότης, ἡ (Α) ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού όρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + κατάλ. ότης] …   Dictionary of Greek

  • ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”